- πέπλυφος
- πέπλῠφος, ὁ,A weaver of πέπλοι, PTeb.5.250 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέπλυφος — και πιθ. τ. πεπλόϋφος, ὁ, Α ο υφαντής πέπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + υφος (< ὑφαίνω), πρβλ. λινό υφος] … Dictionary of Greek